ίαμβος

ίαμβος
Μέτρο της αρχαίας ελληνικής ποίησης. Ο ιαμβικός πους (ί.) αποτελείται από δύο συλλαβές, μία βραχεία και μία μακρά. Η ετυμολογία της λέξης είναι αμφίβολη· η λέξη ί., όπως και οι θρίαμβος, διθύραμβος, είναι μάλλον προελληνικές. Πιθανόν να είχαν σχέση με το τραγούδι που έψαλαν στον θεό και τις ορχηστρικές κινήσεις, οι οποίες το συνόδευαν στις γονιμικές λατρείες και ίσως να σήμαιναν δύο, τρία, τέσσερα βήματα. Στις λατρείες που συνδέονται με τον ί. μεγάλη θέση κατείχε η βωμολοχία· το σκώμμα και η αισχρολογία ήταν χαρακτηριστικά ενός μέρους της ιαμβικής ποίησης. Οι δύο τύποι στίχου που προτιμήθηκαν από τους ιαμβογράφους ήταν ο ιαμβικός τρίμετρος (υ-υ-υ-υ-υ-υ-) και ο χωλίαμβοςσκάζωνί. (υ-υ-υ-υ-υ---), δηλαδή ο τρίμετρος, όπου ο τελευταίος ί. έχει αντικατασταθεί από σπονδείο (--). Το ιαμβικό τρίμετρο χρησιμοποιήθηκε αργότερα στην τραγωδία. Στη νέα ελληνική μετρική, η οποία δεν στηρίζεται στην προσωδία, ο ί. αποτελείται από μία άτονη και μία τονισμένη συλλαβή και σχηματίζει στίχους από τρεις έως δεκαεπτά συλλαβές. Είναι πολύ διαδεδομένος στη νεοελληνική ποίηση, ενώ είναι χαρακτηριστικό ότι ο ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος είναι ο συνηθέστερος στίχος των δημοτικών τραγουδιών. ιαμβογράφοι. Αρχαίοι ποιητές, οι οποίοι συνέθεσαν τα ποιήματά τους σε ιαμβικούς στίχους. Στη λογοτεχνία εισηγητής αυτών των δημωδών στίχων ήταν ο Αρχίλοχος, ο οποίος τους θεωρούσε κατάλληλους για τα σκώμματά του. Η εμφάνιση αυτού του νέου μέτρου έχει μεγάλη σπουδαιότητα για την ιστορία της λογοτεχνίας, καθώς προσέδωσε στην ποίηση πιο προσωπικό και ρεαλιστικό χαρακτήρα. Υβριστικό είναι το ύφος του ι. των γυναικών του Σημωνίδη του Αμοργίνου. Την παράδοση της παλιάς ιαμβογραφίας ακολουθεί ο Ιππώναξ ο Εφέσιος, ο εισηγητής του χωλιάμβου, του οποίου η αισχρολογία και η αθυροστομία ξεπερνούν αυτές των αντίστοιχων ιαμβογράφων. Στους ελληνιστικούς χρόνους ι. έγραψαν ο Αλκαίος από τη Μεσσήνη, ο Ερμείας από το Κούριο, ο Καλλίμαχος, ο Ηρώνδας, ο Ασκληπιάδης o Σάμιος, ο Απολλώνιος ο Ρόδιος κ.ά.
* * *
ο (Α ἴαμβος)
ποίημα που αποτελείται από ιάμβους, που έχει σκωπτικό και υβριστικό χαρακτήρα
νεοελλ.
μετρικός πόδας που αποτελείται από δύο συλλαβές, μία άτονη και μία τονιζόμενη
αρχ.
1. μετρικός πόδας που αποτελείται από δύο συλλαβές, μία βραχεία και μία μακρά (υ-) («εἰς βραχύ τε καὶ μακρὸν γιγνόμενον, καί,... ἴαμβον... ὠνόμαζε», Πλάτ.)
2. ο ιαμβικός στίχος
3. (για πρόσ.) αυτός που σατιρίζεται
4. είδος αυτοσχέδιων δραματικών ρήσεων οι οποίες απαγγέλλονταν από τους αυτοκαβδάλους*, οι οποίοι αργότερα ονομάστηκαν και οι ίδιοι ίαμβοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ονομασία στίχου, μετρικού ποδός και λογοτεχνικού είδους. Η λ. είναι πιθ. προελληνικής προελεύσεως, όπως άλλωστε και οι τ. διθύραμβος*, θρίαμβος*, με τους οποίους ο ίαμβος παρουσιάζει ομοιότητα τόσο ως προς τη μορφή όσο και ως προς τη σημ. Κατ' άλλη άποψη, η λ. προέρχεται από το ἰά «κραυγή, φωνή».
ΠΑΡ. ιαμβείος, ιαμβικός
αρχ.
ιαμβιάζω, ιαμβίζω, ιαμβίς, ιαμβύκη, ιαμβύλος, ιαμβώδης.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) ιαμβογράφος, ιαμβοποιός
αρχ.
ιαμβέλεγος, ιαμβοειδής, ιαμβόκροτος, ιαμβοφάγος
μσν.
ιαμβανάπαιστος, ιαμβόπλοκος, ιαμβοπυρρίχιος, ιαμβοτριτεπίτριτος. (Β' συνθετικό) μελίαμβος, χορίαμβος
αρχ.
διίαμβος, ελεγίαμβος, ηρωίαμβος, κλεψίαμβος, μιξίαμβος, μολοσσίαμβος, παρίαμβος, στιχίαμβος, τραγίαμβος, χωλίαμβος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἴαμβος — iambus masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίαμβος — ο 1. αρχαίο μέτρο που αποτελείται από μια βραχύχρονη και μια μακρόχρονη συλλαβή. 2. στη νεοελληνική μετρική το μετρικό πόδι που αποτελείται από μια άτονη και μια τονισμένη συλλαβή. 3. ποίημα γραμμένο σε ιαμβικά μέτρα: Ο Αρχίλοχος έγραψε πολύ… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἰάμβοις — ἴαμβος iambus masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰάμβου — ἴαμβος iambus masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰάμβους — ἴαμβος iambus masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰάμβων — ἴαμβος iambus masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰάμβῳ — ἴαμβος iambus masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἴαμβοι — ἴαμβος iambus masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἴαμβον — ἴαμβος iambus masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλεψίαμβος — κλεψίαμθος, ὁ (Α) 1. είδος εννεάχορδου μουσικού οργάνου 2. στον πληθ. (κατά τον Ησύχ.) οἱ κλεψίαμβοι «μέλη τινὰ παρά Ἀλκμᾱνι». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κλεψ τού κλέπτω (πρβλ. αόρ. ἔ κλεψ α) + ίαμβος (< ἴαμβος), πρβλ. χορ ίαμβος, χωλ ίαμβος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”